κατρήστκα
Κατουρήθηκα (κατουρίστηκα). Θαυμάζουμε εδώ την ιδιωματική εξέλιξη μιας κοινής λέξης, κατουρώ. Ο τύπος αυτός του αορίστου χρησιμοποιείται είτε ως απάντηση αδιαφορίας “μωρέ τι μας λες, κατρήστκα” κι αν θέλει προσθέτει “με το συμπάθιο”. Η φράση εκφέρεται κι αλλιώς όπως “κατρίστηκα από τα γέλια” ή ” … απ΄ το φόβο μ΄”. (κατουρήθηκα, κατουρήστηκα, κατρήστκα).