Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατρήστκα

Κατουρήθηκα (κατουρίστηκα). Θαυμάζουμε εδώ την ιδιωματική εξέλιξη μιας κοινής λέξης, κατουρώ. Ο τύπος αυτός του αορίστου χρησιμοποιείται είτε ως απάντηση αδιαφορίας “μωρέ τι μας λες, κατρήστκα” κι αν θέλει προσθέτει “με το συμπάθιο”. Η φράση εκφέρεται κι αλλιώς όπως “κατρίστηκα από τα γέλια” ή ” … απ΄ το φόβο μ΄”. (κατουρήθηκα, κατουρήστηκα, κατρήστκα).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.