κατώγι (το)
το ισόγειο των διώροφων χωριάτικων σπιτιών, που χρησίμευε και ως αποθήκη των προϊόντων, κρασιού, λαδιού κ.λπ.
Άγγ. Σικελ. Αλαφρ. στ. 530: “… κι ήπια το αθάνατο κρασί / το παγωμένο στα βαθιά κατώγια …”
παροιμ. : “Η Μαρία με τα λόγια φκιάνει ανώγεια και κατώγια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατῶ(γ)ι /τὸ/ (κάτω-γῆ) = ἰσόγειον, ἡμιυπόγειον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κατῶγι, κατώϊ, κατώγειον (τό): ἰσόγειο τῶν χωριάτικων σπιτιῶν, ἡμιυπόγειο, (ΑΡΧ. κατάγειος).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου