κατωφεγγίζω 24 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κατωφεγγίζω (κατὰ-«φεγγίδι») = χορταίνω ἢ γεύομαι διὰ τῆς θέας (διὰ τῶν ὀφθαλμῶν).