Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατίβος -α -ο

ο κατώτερος, ο κακός, ο πρόστυχος. Η έννοια αποδίδεται σε ανθρώπους και πράγματα: κατίβο ύφασμα, κατίβο φαγητό, κατίβος χαρακτήρας, μοχθηρός άνθρωπος, κακή πάστα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κατίβος -α -ο (Ἰ. cattivo) = κατωτέρας ποιότητος, εὐτελής, πρόστυχος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Σκάρτο (scarto). Ιταλικά cattivo. Δε μου κάνει είναι σκάρτο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.