καθάριος -α, -ο
- το αλεύρι που είναι άλεσμα αμιγούς σιταριού.
- καθαρός, ηθικός, έντιμος κ.λπ. , αλλά και είρων. Το αντίθετο: “Ναι, είσαι και του λόγου σου καθάρια προσφορά”, δηλ. καλός και τίμιος… από την ανάποδη – το αντίθετο του καθάριου είναι το σμιγό (βλ. λ.) – Καθάριο άλογο = το καλοθρεμμένο και καλοπεριποιημένο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καθάριος -α -ο = καθαρός, ἀμιγής, ἄρτος ἐξ ἐγχωρίου σίτου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Καθάριο. Ἄρτος σίτινος πρὸς διάκρισιν τοῦ κοινῶς λεγομένου καρβέλι, ὅστις γίνεται ἀναμἰξ ἐκ σίτου καὶ κριθῆς (σμιγό). Καθάριο ἄλογο, λέγεται ὁ εὐτραφὴς καὶ καλῶς περιποιούμενος ἵππος.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός