Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καθάριος -α, -ο

  1. το αλεύρι που είναι άλεσμα αμιγούς σιταριού.
  2. καθαρός, ηθικός, έντιμος κ.λπ. , αλλά και είρων. Το αντίθετο: “Ναι, είσαι και του λόγου σου καθάρια προσφορά”, δηλ. καλός και τίμιος… από την ανάποδη – το αντίθετο του καθάριου είναι το σμιγό (βλ. λ.) – Καθάριο άλογο = το καλοθρεμμένο και καλοπεριποιημένο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καθάριος -α -ο = καθαρός, ἀμιγής, ἄρτος ἐξ ἐγχωρίου σίτου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Καθάριο. Ἄρτος σίτινος πρὸς διάκρισιν τοῦ κοινῶς λεγομένου καρβέλι, ὅστις γίνεται ἀναμἰξ ἐκ σίτου καὶ κριθῆς (σμιγό). Καθάριο ἄλογο, λέγεται ὁ εὐτραφὴς καὶ καλῶς περιποιούμενος ἵππος.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.