κατασερμή (η)
- επιδημία – φράση: “Έπεσε κατασερμή, βλέπεις”.
- νεροσυρμή έπειτα από καταρρακτώδη βροχή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατασερμὴ /ἡ/ (κατὰ-σαίρω, σύρω) = λοιμώδης νόσος, ἐπιδημία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης