Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατασερμή (η)

  1. επιδημία – φράση: “Έπεσε κατασερμή, βλέπεις”.
  2. νεροσυρμή έπειτα από καταρρακτώδη βροχή.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κατασερμὴ /ἡ/ (κατὰ-σαίρω, σύρω) = λοιμώδης νόσος, ἐπιδημία.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.