κατάσαρκα (επίρρ.)
σε επαφή με το σώμα. “Το φορά κατάσαρκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατάσαρκα /ἐπίρ./ (κατὰ-σὰρξ) = ἐν ἀμέσῳ ἐπαφῇ πρὸς τὸ σῶμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σε επαφή με το σώμα. “Το φορά κατάσαρκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατάσαρκα /ἐπίρ./ (κατὰ-σὰρξ) = ἐν ἀμέσῳ ἐπαφῇ πρὸς τὸ σῶμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης