Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καταρήχωση (η)

το κενό που σχηματίζεται μεταξύ των σανίδων της στέγης και των τοίχων, ολόγυρα στα παλιά λευκαδίτικα (χωριάτικα) σπίτια. Το κενό αυτό συνήθως το εκάλυπταν με χτιστά λιθάρια. Σε μερικές περιπτώσεις η καταρήχωση έμενε, όπως ήταν, κενή και πάνω σ΄ αυτήν έβαναν οι σπιτικοί διάφορα μικροσύνεργα για να τα φυλάξουν. Αυτό όμως, και πάλι μόνο σε μια πλευρά του σπιτιού, στην κουζίνα, επί παραδείγματι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καταρήχωσι /ἡ/ (κατὰ-ρηχὸς) = τὸ μεταξὺ τῶν σανίδων τῆς στέγης καὶ τῆς τοιχοποιΐας κενὸν (τοῦ πάχους τῶν δοκῶν), τὸ συμπληρούμενον διὰ μονῆς σειρᾶς κτιστῶν λίθων.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


καταρήχωση (ἡ): τό μεταξύ τῶν σανίδων τῆς στέγης καί τῆς τοιχοποϊας κε­νό (τοῦ πάχους τῶν δοκῶν) πού συμπληρώνεται ἀπό μονή σει­ρά κτιστῶν λίθων. Καταρραχῆς=ἐπί τῆς ράχεως βουνοῦ. Κα­ταρραχιά=κα­τάρ­ραχο=ἀνώτατο μέρος ράχεως βου­νοῦ. Στήν ράχη ἴσως τοῦ τοίχου.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.