κατάποδο (το)
λέγεται στην τοπική διάλεκτο το σωματικό όργανο που αναπτύσσεται στη μητέρα, κατά το χρόνο της εγκυμοσύνης και χρησιμεύει στην “εναλλαγή της ύλης μεταξύ του εμβρύου και της μητέρας και το οποίο πέφτει μετά τη γέννηση του παιδιού, γι΄ αυτό ίσως και η ονομασία κατάποδο, που συνδέεται με τον ομφάλιο λώρο. Το λένε και αδέρφι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατάποδο /τὸ/ (κατὰ-πόδα) = ὁ ἅμα τῷ τοκετῷ ἀποβαλλόμενος πλακοῦς, τὸ ὕστερον, τὸ ἀκόλουθο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κατάποδο = τό ὕστερο πού ἀποβάλλεται μετά τόν τοκετό (πλακούντας).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής