κατακλείδι (το)
το κάτω σαγόνι, τα παραστόμια, τα χείλη.
Φράσεις: “Τρέμουν τα κατακλείδια μου από το κρύο” – απειλή: “Θα σου σπορίσω τα κατακλείδια” – “Από το φόβο τρέμει το κατακλείδι μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατακλεῖδι (κατὰ-κλεὶς) = ἡ κάτω σιαγών, τὸ σαγόνι, ἡ μασσέλα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Οι σιαγώνες.
Κατάρα: “Να σ΄ σαπουν΄ τα κατακλείδια”.
Και για τη νύστα: “Ξε-κατακλειδιάστικα” (απ΄ το χασμουρητό). Υποκοριστικό του κατακλείς (κατακλείω).
Στο “Διάκο” του Βαλαωρίτη: “Να πριονίζουν άγρυπνα / τα κούφια κατακλείδια”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κατακλείδι = τό κάτω σιαγώνι (ἡ κάτω γνάθος).