καταχυτό (το)
υπόστεγο με μονόκλινη στέγη, οι σανίδες της σκεπής που πάνω τους τοποθετούνται τα κεραμίδια.
Πρόχειρη στέγη κατασκευασμένη με αδούλευτα ξύλα – τα δρομάρια λεγόμενα -. ΒΑΛ. Φωτεινός Β΄: “κι απάνω στα κατάχυτα φωλιές χελιδονήσιες”. Και ο ποιητής σχολιάζοντας τη λέξη εξηγεί: “Καταχυτά, το υπόστεγον. Αι σανίδες της στέγης εφ΄ ων τοποθετούνται αι κέραμοι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καταχ(υ)τὸ /τὸ/ (κατὰ-χέω) = μονόεδρον ὑπόστεγον, στέγη πρωτόγονος ἀπὸ σειρὰς ἀκατεργάστων δοκῶν (δρομάρια) ἐπὶ τῶν ὁποίων τοποθετοῦνται ἀπευθείας αἱ σειραὶ τῶν ὑπτίων κεράμων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
καταχυτό (τό): μονόκλινη στέγη, κυρίως ὑπόστεγο, ἀποτελουμένη ἀπό σειρά ἀκατεργάστων δοκῶν (δρομάρια) πάνω στά ὁποῖα ἐτοποθετοῦντο ἀπευθείας τά κεραμίδια. (MΣΝ, Φαίδων Κουκουλές, τ. Δ΄, σ. 269).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου