Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καταχυτό (το)

υπόστεγο με μονόκλινη στέγη, οι σανίδες της σκεπής που πάνω τους τοποθετούνται τα κεραμίδια.
Πρόχειρη στέγη κατασκευασμένη με αδούλευτα ξύλα – τα δρομάρια λεγόμενα -. ΒΑΛ. Φωτεινός Β΄: “κι απάνω στα κατάχυτα φωλιές χελιδονήσιες”. Και ο ποιητής σχολιάζοντας τη λέξη εξηγεί: “Καταχυτά, το υπόστεγον. Αι σανίδες της στέγης εφ΄ ων τοποθετούνται αι κέραμοι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καταχ(υ)τὸ /τὸ/ (κατὰ-χέω) = μονόεδρον ὑπόστεγον, στέγη πρωτόγονος ἀπὸ σειρὰς ἀκατεργάστων δοκῶν (δρομάρια) ἐπὶ τῶν ὁποίων τοποθετοῦνται ἀπευθείας αἱ σειραὶ τῶν ὑπτίων κεράμων.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


καταχυτό (τό): μονόκλινη στέγη, κυρίως ὑπόστεγο, ἀποτελουμένη ἀπό σειρά ἀκα­τεργάστων δοκῶν (δρομάρια) πάνω στά ὁποῖα ἐτοπο­θετοῦντο ἀπευ­θείας τά κεραμίδια. (MΣΝ, Φαίδων Κου­κουλές, τ. Δ΄, σ. 269).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.