καταχωνιάζω
κρύβω κάτι σε σημείο που είναι δύσκολο να βρεθεί.
“Που το καταχώνιασες, χριστιανέ μου, κι άφαγα τον τόπο να σε βρω , και πού!…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καταχωνιάζω (κατὰ-χώννυμι) = καταθάπτω, κρύβω βαθειά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης