καστιγάρω και καστίγω
τιμωρώ κάποιον, καταδικάζω
Καστίγο = τιμωρία
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καστιγάρω /ἀρχ./ (Ἰ. castigare) = καταδικάζω, τιμωρῶ.
Καστίγο /τὸ/ (Ἰ. castigo) = τιμωρία, καταδίκη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης