κασσελέτα (η)
ξύλινο μικρό κιβώτιο χωρητικότητας δύο τενεκέδων πετρελαίου του κρατικού μονοπωλίου.
Η κασσελέτα γι αυτό και ήταν γνωστή ως κάσσα πετρελαίου. Σ΄ αυτές τις μικρές κασσέλες οι πλανόδιοι ψαροπώλες έβαζαν τα ψάρια τους, τις φόρτωναν αμφίπλευρα στο υποζύγιο τους, κι από πάνω έμπαινανα καβάλα και αυτοί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κασσελέτα /ἡ/ (Ἰ. casseletta) = κιβωτίδιον δύο δοχείων πετρελαίου τοῦ κρατικοῦ μονοπωλείου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Με τη γραφή “κασελέττα -ες” ο Π. Ματαφιάς το δίνει ως “σπιρτόκουτο” (Πιθ. πρφθ του ιτλ scatoletta =κουτάκι)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε