Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρύκα

Καρύκα /ἡ/ (κάρυον) = ἀπεξηρραμένον κέλυφος νεροκολοκύνθης χρησιμοποιούμενον εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα ὡς ὄργανον μεταγγίσεως ἀφοῦ ἀποκοπῆ κυκλοτερῶς τμῆμα τῆς μείζονος κάψης (β. λ. καρύκι).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.