καρβέλα
Καρβέλα /ἡ/ (ἀκρωβελίας, Ἰ. curvo-ello, Ἀλ. καραβέλjε-α) = στρογγύλος ἐγχώριος ἄρτος, τὸ χωριάτικο ψωμί, ὁ φακοειδὴς κοχλιώδης καρπὸς ποικιλίας τριφυλλίου.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Καρβέλα /ἡ/ (ἀκρωβελίας, Ἰ. curvo-ello, Ἀλ. καραβέλjε-α) = στρογγύλος ἐγχώριος ἄρτος, τὸ χωριάτικο ψωμί, ὁ φακοειδὴς κοχλιώδης καρπὸς ποικιλίας τριφυλλίου.