καρτέρι (το)
ενέδρα, παραφύλαξη: “Του έστησε καρτέρι και τον σκότωσε”. – “Της έστησε καρτέρι και την πρόσβαλλε”. “Καρτέρι για τα πουλιά ή τα ζώα γενικά: “Είναι καλό καρτέρι εκεί για τα τρυγόνια”, “για τους λαγούς” κ.λπ. “Την χτύπησε στο καρτέρι την αλεπού”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρτέρι § φυλακή, δεσμωτήριον. ΚΝ.
Σημ. Ὁ Βυζ. κατατάσσει τὴ λ. κακῶς ἐν τῇ σειρᾷ τῶν Ἑλληνικῶν, διότι αὕτη δὲν εἶναι, εἰμὴ τὸ Ἰταλικὸν carcere.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου