καρρότσι (το)
μονότροχη χειράμαξα με δυο μπρατσόλια για τη μεταφορά μικρής ποσότητας υλικών. (καριόλα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρρότσι /τὸ/ (Ἰ. carrucio) = μικρὸν ὄχημα, χειραμάξιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης