καρούλι (το)
ο μικρός τροχός της τροχαλίας, η ρόδα του ξύλινου καρουλιού.
Καρούλια έχουμε και στο χωριάτικο αργαλειό: ήταν δύο (ξύλινα) και κρέμονταν από τα δύο οριζόντια ξύλα, τα λεγόμενα μαγκούρες, που στήριζαν τα μιτάρια του αργαλειού. Τα καρούλια αυτά ήταν ένα στην κάθε άκρη των ξύλων και από τις ρόδες των καρουλιών αυτών περνάει χοντρός σπάγκος διπλής κατεύθυνσης (μπρος – πίσω) που ξεκινάει από τα μιτάρια. (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού, κεφ. “αργαλειός”, σελ 111-112).