καρκολογάει
Καρκολογάει = κακαρίζει, καρκολογάει ἡ κότα (κακαρίζει ἡ κότα), μεταφ. λέγεται καί σ᾿ αὐτόν πού λέει πολλά καί ἄσκοπα, τί καρκολογᾶς (τί τσαμπουνᾶς).
Βλ. και καρκαλογιώμαι
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Καρκολογάει = κακαρίζει, καρκολογάει ἡ κότα (κακαρίζει ἡ κότα), μεταφ. λέγεται καί σ᾿ αὐτόν πού λέει πολλά καί ἄσκοπα, τί καρκολογᾶς (τί τσαμπουνᾶς).
Βλ. και καρκαλογιώμαι