καριόλα (η)
μονότροχη χειράμαξα με δυο χειρολαβές (μπρατσόλια) που χρησιμοποιείται για μικρομεταφορές υλικών σε κήπους, αγρούς, οικοδομές κ.λπ.
Όταν η λέξη αναφέρεται σε γυναίκα είναι λέξη δυσφημιστική: “Μωρή καριόλα …”, δηλ. ανήθικη, αθυρόστομη, ασυμμάζευτη. Η δυσφήμιση καλύπτει μια μικρή κατηγορία ανδρών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καριόλα /ἡ/ (Ἰ. cariuola) = μονότροχον χειραμάξιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης