κάργο (το)
πρωτόγονο, όσο κι απλό, σύστημα άντλησης νερού από πηγάδια, για πότισμα: ένα οριζόντιο δοκάρι μακρύ και γερό που στη μια του άκρη κρεμόταν πιασμένο με τσιγγέλι, ένα σιδηροδοχείο και στην άλλη για αντίβαρο μια μεγάλη πέτρα. Με ελάχιστη προσπάθεια ωθούσαν ψηλά την πέτρα και το δοχείο κατέβαινε στο πηγάδι και αφού γέμιζε νερό, ξανανέβαινε, με το κατέβασμα της πέτρας, κι έχυνε το νερό στα αυλάκι ποτίσματος. Στο κάργο δούλευαν δυο ποτιστάδες: ο ένας κυβερνούσε το δοχείο άντλησης και ο άλλος την πέτρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κάργο /τὸ/ (Ἰ. caricare) = ἐργαλεῖον πιέσεως, ἄρσεως ἢ στοιβασίας. (ἄντλησις ἀπὸ φρέαρ, μπαλάρισμα σανοῦ, ἔκθλιψις ἐλαιοκαρποῦ).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
(βενετ. cargo): φόρτωση, φορτίο
Γλωσσάριο Ελένης Γράψα