Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καργάρω

σφίγγω δυνατά τα σκοινιά σε φορτίο, παραφορτώνω, παραγεμίζω.
“Σκίστηκε το σακί από το καργάρισμα”, “τράβα, τράβα, κόπηκε το σκοινί, το παρακαργάραμε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καργάρω (Ἰ. caricare) = φορτώνω, συμπιέζω, περισφίγγω, σύρω ἰσχυρῶς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.