καρδάρα (η)
- ξύλινο σκεύος που αρμέγουν το γάλα.
φράση: “Εσύ το κάνεις σαν τη γελάδα που γεμίζει την καρδάρα κι ύστερα την κλωτσάει και χύνεται. - το μυαλό, η νοημοσύνη: “Δεν τα σηκώνει αυτά η καρδάρα σου” (=το κεφάλι σου).
- “Αυτή η γίδα έχει κάτι καρδάρια γιομάτα γάλα” = μαστάρια.