Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρδάρα (η)

  1. ξύλινο σκεύος που αρμέγουν το γάλα.
    φράση: “Εσύ το κάνεις σαν τη γελάδα που γεμίζει την καρδάρα κι ύστερα την κλωτσάει και χύνεται.
  2. το μυαλό, η νοημοσύνη: “Δεν τα σηκώνει αυτά η καρδάρα σου” (=το κεφάλι σου).
  3. “Αυτή η γίδα έχει κάτι καρδάρια γιομάτα γάλα” = μαστάρια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.