Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καψόπαιδο (το)

επίθετο δηλωτικό συμπάθειας.
φράση: “Όχι, καψόπαιδο, σε γελάσανε, δεν είναι έτσι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καψόπαιδο /τὸ/ (καῦσος-παιδίον) = καϋμένο παιδί, συμπαθὲς πρόσωπον (παρετίθεται εἰς γυναικείας συνομιλίας ἀντὶ κλητικῆς πρὸς τὸν ἀκροώμενον: «ἀκοῦς καψόπαιδο, π’ θὰ κάμω γὼ γαμπρὸ τὸ σατράκαλο».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Καψόπαιδο = καϋμένε, μαθές, δέν μπορῶ καψόπαιδο (δέν μπορῶ καϋμένε), ναί καψόπαιδο, ναί μαθές.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.