καψώνω
ζεσταίνομαι πολύ, νιώθω κάψα.
φράση: “Δεν καψώνεις μ΄αυτό το πουλόβερ;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καψώνω (καυσόω -ῶ) = θερμαίνομαι, δυσφορῶ ἐκ θερμότητος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!