καψολίνης (ο)
αυτός που καίει το λινάρι στο χωράφι.
παρατσούκλι: Καψαλίνης [Κάποιος λένε, μάλωσε με τη γυναίκα του και για να την τιμωρήσει, πήγε κι έκαψε το λινάρι τους] (Κ. Πάλμος “Μεγανησιώτικα”).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αυτός που καίει το λινάρι στο χωράφι.
παρατσούκλι: Καψαλίνης [Κάποιος λένε, μάλωσε με τη γυναίκα του και για να την τιμωρήσει, πήγε κι έκαψε το λινάρι τους] (Κ. Πάλμος “Μεγανησιώτικα”).