καψάλα (η)
το μισοκαμένο κούτσουρο, καμένη έκταση γης
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καψάλα /ἡ/ (καίω, καυσάλη) = κεκαυμένη δασικὴ περιοχή, ξυλεία ἐκ κεκαυμένου δάσους.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το μισοκαμένο κούτσουρο, καμένη έκταση γης
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καψάλα /ἡ/ (καίω, καυσάλη) = κεκαυμένη δασικὴ περιοχή, ξυλεία ἐκ κεκαυμένου δάσους.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης