Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καπόνι (το) και καπώνι

κόκορας ευνουχισμένος.
Πολλοί ευνούχιζαν 2-3 κοκόρους, που τους πάχαιναν και τους μαγείρευαν τα Χριστούγεννα ή σε πανηγύρια.
μτφ. : “Σε θρέφω σαν καπόνι” για τους καλοθρεμμένους και τεμπέληδες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καπόνι /τὸ/ (Ἰ. cappone, Ἀλ. καπόν-ι, Σ. καποὺν) = εὐνουχισμένος πετεινός, κάπων, καπόνι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Καπώνι = εὐνουχισμένος κόκορας (ὁ φαλακρός).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.