καπάσα (η)
πήλινο πιθάρι μέσα στο οποίο αποθήκευε κανείς ποσότητες λαδιού.
Οι καπάσες ήταν διαφόρων μεγεθών σε σχήμα ελλειψοειδούς σφαίρας. Τις έφερναν από τη Βενετία ή την Αγκόνα.
Σε κτγφ. του 1725, Νο 54 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), διαβάζομε: “μία καπάσα μεγάλη και μια καπασοπούλα”. Σήμερα κανείς δεν χρησιμοποιεί τις καπάσες για αποθήκευση λαδιού. Το σκοπό αυτόν τον επιτελούν οι λάτινες πίλες. Ο παλιές καπάσες έγιναν γλάστρες λουλουδιών και φυτών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καπάσα /ἡ/ (Ἰ. capace) = πήλινος πίθος ἀποθηκεύσεως ἐλαίου, κιοῦπι, πιθάρι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λέμε, μια καπάσα λάδι, γιατί εκεί αποθηκεύεται λάδι. Η λέξη είναι ιταλικής προέλευσης, capace, το ευρύχωρο. Απ΄ την ίδια λέξη και το καπάτσος, ο επιδέξιος, καταφερτζής.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Καπάσα § ἀγγεῖον πήλινον μέγα, ὅπου ἀποθηκεύουσι (καπασόνουσι) τὸ ἔλαιον. Παρ’ ἄλλοις λέγεται Πιθάρι.