καπαρώνω -ιάζω
Καπαρώνω -ιάζω (Ἰ. caparrare, Ἀλ. καπάρ-ι, Σ. καπάρα) = προαγοράζω ἐπὶ προκαταβολῇ ἀρραβῶνος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Καπαριάζω: δίνω καπάρο (προκαταβολή)
Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά
βλ. και καπαράρω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Καπαρώνω -ιάζω (Ἰ. caparrare, Ἀλ. καπάρ-ι, Σ. καπάρα) = προαγοράζω ἐπὶ προκαταβολῇ ἀρραβῶνος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Καπαριάζω: δίνω καπάρο (προκαταβολή)
Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά
βλ. και καπαράρω