κανταρέλλα (η)
ζώα του σπιτιού που βαδίζουν το ΄να πίσω απ΄ τ΄ άλλο, σε τάξη, καραβάνι. Π.χ. καραβάνι από πρόβατα, γίδια κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κανταρέλλα /ἡ/ (Ἰ. coda-ralla, Λ. canterius) = πρόβατα ἢ ἄλλα ζῷα βαδίζοντα εἰς τάξιν παραγωγτῆς (τὸ ἓν ὄπισθεν τοῦ ἄλλου), καραβάνιον γαϊδάρων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κανταρέλα = κοπάδι αἰγοπροβάτων πού βαδίζουν ταχέως τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου σέ μία κατεύθυνση.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Alex -
Και εμείς οι Σαρακατσάνοι, έτσι λέμε τό καραβάνι.Κανταρελα.