Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάνονας (ο)

η ποινή που βάνουν οι εξομολογητές ιερείς στους εξομολογημένους. “Πήγα και ξομολογήθηκα στον παπά και μου ΄ριξε, που λέτε, κάνονα”.
Ο κάνονας, μπαίνει σε κείνους που μετανοούσαν, για εξαγνισμό, και είναι μια βασανιστική ταλαιπωρία, π.χ. νηστεία, προσευχές, εκκλησιασμός κ.α.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάνονας /ὁ/ = θρησκευτικὸς κανών, ποινὴ διαρκείας: «ἐπῆγα στὸν παπᾶ νὰ ξεμολοηθῶ καὶ μὦρξε κάνονα», ταλαιπωρία συνεχής.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.