κάνονας (ο)
η ποινή που βάνουν οι εξομολογητές ιερείς στους εξομολογημένους. “Πήγα και ξομολογήθηκα στον παπά και μου ΄ριξε, που λέτε, κάνονα”.
Ο κάνονας, μπαίνει σε κείνους που μετανοούσαν, για εξαγνισμό, και είναι μια βασανιστική ταλαιπωρία, π.χ. νηστεία, προσευχές, εκκλησιασμός κ.α.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κάνονας /ὁ/ = θρησκευτικὸς κανών, ποινὴ διαρκείας: «ἐπῆγα στὸν παπᾶ νὰ ξεμολοηθῶ καὶ μὦρξε κάνονα», ταλαιπωρία συνεχής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης