κανιάζω
κουράζομαι λέγοντας, αποκάμνω προσπαθώντας να πείσω κάποιον. “Κειο εκάνιασε η γλώσσα μου, λέγε, λέγε” – “Του φωνάζω όλη μέρα να ησυχάσει, εκάνιασε η γλώσσα μου” – “Εκάνιασε η γλώσσα μου από τη δίψα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κανιάζω (Σ. καουκάνjε) = πνίγομαι φωνάζων, ἀποκάμνω φωνάζων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης