Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κανιάζω

κουράζομαι λέγοντας, αποκάμνω προσπαθώντας να πείσω κάποιον. “Κειο εκάνιασε η γλώσσα μου, λέγε, λέγε” – “Του φωνάζω όλη μέρα να ησυχάσει, εκάνιασε η γλώσσα μου” – “Εκάνιασε η γλώσσα μου από τη δίψα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κανιάζω (Σ. καουκάνjε) = πνίγομαι φωνάζων, ἀποκάμνω φωνάζων.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.