Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κανάτα (η)

  1. πήλινο ή λάτινο σκεύος που χωρούσε 4 καρτούτσα. Με τις κανάτες μετρούσαν κυρίως το γάλα.
  2. δοχείο πήλινο ή πορσελάνινο για να βάνουν μέσα νερό, λάδι ή κρασί. Αυτό κυρίως στην πόλη.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κανάτα /ἡ/ (Α.Τ. κανάτ, Ἀλ. κανάτε-α) = μέτρον χονδρικῆς ἀγοραπωλησίας γάλακτος ἴσον πρὸς 4 Ἰον. καρτοῦτσα ἤ 344 δράμια (1 χιλ/μον καὶ 102 γραμ/α).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.