καναλίζω -ζει
- ξεπλένω ρούχα, που σαπουνίστηκαν πρωτύτερα.
- φυσάει δροσερός αέρας το καλοκαίρι το καλοκαίρι και τσουχτερός το χειμώνα. “Το καναλίζει φοβερά ο γραίος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καναλίζω (Ἰ. cannella) = ἡ ὑπὸ τὸν ὁριζόντιον σωλῆνα ἀπορροῆς ὀπισχοδρόμησις τοῦ ὕδατος πρὸς τὴν βάσιν τοῦ σωλῆνος, ξεπλύνω μὲ καθαρὸν ὕδωρ, ξεβγάνω τὰ πλυθέντα διὰ σάπωνος ροῦχα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης