κανάκι (το)
τρυφερές και χαϊδευτικές περιποιήσεις στα μωρά.: “Έχει χάρες και κανάκια” – “Θέλει κανάκια για να ησυχάσει”.
Δημ. δίστιχο: “Των γερόντων τα κανάκια, σα νερόβραστα σπανάκια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κανάκι /τὸ/ (κάμνω; καναχή; Λ. cano) = περιποίησις ἢ τέρψις διὰ τρυφεροτήτων: «χάϊδια καὶ κανάκια».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης