Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καμούφφο (το)

πλατιά πτυχωτή ταινία, που έμπαινε ως διακοσμητικό σε ενδυμασίες γυναικών και παιδιών, αλλά και σε ασπρόρουχα, όπως η μαξιλαροθήκες και οι γύροι. Το φόρεμα με καμούφφο, λέγεται καμουφφάδο ή καμουφφωτό.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καμοῦφο /τὸ/ (Ἰ. camuffare) = πετραχήλιον νηπίων, τὸ βολὰν τῶν παιδικῶν φορεμάτων, πτυχωτὴ περιφερικὴ ταινία κοσμοῦσα τὰς γυναικείας ἀμφιέσεις (εὐρωπαϊκάς).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Καμούφα, τα: γεωμετρικά σχέδια στα εργόχειρα του αργαλειού και του κεντήματος, εκ του ρ. κάμνω, μελ. καμούμαι = κατασκευάζω κάτι μετά κόπου, και φέρω. Από την ίδια ρίζα και ο κάματος = ο κόπος, ο μόχθος. Εξ ου και το Ιταλικό camuffere = παραλλάζω, μεταμφιέζομαι.

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.