καμιζέλα, η
Καμιζέλα, η: κάμ-μέσον, αντί κατά μέσον, δηλ. το εσώρουχο (κάμισο και υποκάμισο). Η κατά μέσον καμιζέλα (καμ-ζελές) ήταν το λεπτοδουλεμένο εσώρουχο της λευκαδίτικης παραδοσιακής γυναικείας ενδυμασίας. Σήμερα για το ανάλογο εσώρουχο, υιοθετήσαμε το γαλλικό αντιδάνειο την… κομινεζόν.
βλ. καμπ΄ζέλα