καμέο
Καμέο /τὸ/ (Ἰ. cammeo) = ἐγχάρακτος δακτυλιόλιθος, σφραγιδόλιθος, πρόσωπον ἀπηρχαιωμένης ἐμφανίσεως.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Καμέο /τὸ/ (Ἰ. cammeo) = ἐγχάρακτος δακτυλιόλιθος, σφραγιδόλιθος, πρόσωπον ἀπηρχαιωμένης ἐμφανίσεως.