καμαριάρης -ω
ο καμαρωμένος, ο πολύ αγαπητός. “μπα, καμαριάρ΄μ΄, έλα ΄δώ” – “Είσαι ΄σύ καμαριάρω …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καμαριάρης -α (Λ. camara, Ἰ. camera) = οἰκεῖος, προσφιλής, ὡραῖος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης