Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καμαριάρης -ω

ο καμαρωμένος, ο πολύ αγαπητός. “μπα, καμαριάρ΄μ΄, έλα ΄δώ” – “Είσαι ΄σύ καμαριάρω …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καμαριάρης -α (Λ. camara, Ἰ. camera) = οἰκεῖος, προσφιλής, ὡραῖος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.