καλούργος -η -ο
ο καλός και αγαθός άνθρωπος, ο καλοθελητής, ο συμπαθής.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλοῦργος -η -ο (καλὸς-ἔργον) = καλότροπος, καλόβουλος, ἤρεμος, ἀγαθός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης