κάλοψος -η -ο
το όσπριο που βράζει εύκολα, το βραστερό, που γίνεται χούμελη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κάλοψος -η -ο (καλὸς-ἔψω) = εὐκολόβραστος, βραστερὸς (ἑπὶ ὀσπρίων).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και κάκοψος. Τα λέμε για τα όσπρια κυρίως, τα οποία άλλοτε είναι βραστερά (κάλοψα) και άλλοτε όχι (κάκοψα). Ορθά ο Λάζαρης το ετυμολογεί από το αρχαίο ρήμα έψω (σκέψου το καψερός, την ψάνη κ.λπ), που θα πει βράζω, ψήνω το φαγητό. Μπροστά φυσικά το ρήμα συνοδεύεται από το επίθετο καλός-κακός.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κάλοψο = τό ἀντίθετο τοῦ κάκοψου, οἱ φακές εἶναι κάλοψες, εἶναι βραστερές.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής