καλμάρω
γαληνεύω. “μετά βίας τον καλμάρισα” – “Ο καιρός σάμπως να καλμάρισε κι άμα καλμάρει ο πόντος θα βγούμε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλμάρω (Ἰ. calmare) = πραΰνω, κατευνάζω, γαληνιῶ, (Ἰ. calumare) = χαλαρώνω, καθελκύω, περιποντίζω δίκτυα πρὸς ἁλιείαν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης