κάλιτας
η ποιότητα ενός πράγματος (από το λατ. qualitas -atis) = ποιότητα)
κατγρφ. του 1718, Νο 3 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας): “Επήγαμεν ημείς οι κάτωθι γραμμένοι εις το σπίτι του … που κάθηται η Αποστόλω, χήρα γυνή του αυτού (και ) της εδώσαμε όρκον να ξεκαθαρίσει τι λογής και τι φύσεως και κάλιτας ήτον το καθένα …”.