καλιά (η)
αρχαία λέξη που σημαίνει ξύλινο σπίτι, καλύβα, αποθήκη, σιτοβολώντας, σπηλιά, (πχ. του θεού Πανός).
εδώ έχομε τις φράσεις: “Πάμε καλιά μας” = πάμε χαμένοι. “Άει καλιά σου” = πήγαινε στη δουλειά σου, άσε μας ήσυχους. “Πάει καλιά του” = καταστράφηκε.
Υποθέτω πως από τις αρχαίες σημασίες της λέξης, είναι και οι δικές μας χαρακτηριστικές φράσεις. Π.χ.: Πάμε καλιά μας = πάμε στο φτωχόσπιτό μας. Πάει καλιά του = πάει στην καλύβα του, στη φτώχεια και την κακομοιριά του. κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλιὰ /ἄκλ./ (Λ. callis, Ἰ. calle) = ἀναχώρησις, ἐξαφάνισις, ὄλεθρος. «πάει καλιά του»: ἐξηφανίσθη, ἀπέθανε.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
καλιά (ἡ): καλύβα, παράπηγμα ἀπό πλεγμένα κλαδιά, (ΑΡΧ. καλιά).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Καλειά σου ή καλιά σου στις φράσεις: “Άμε καλειά σου, πάει καλεία του”.
Προέρχεται από πληρέστερη φράση: κα(με) δουλειά σου, λέει ο Ανδριώτης, ενώ είναι απίθανη η προέλευση, λέγει, από το αρχαίο καλιά που σημαίνει τη φωλιά ή το καλιάσου (κρεμάσου).
Λέμε συνήθως: Πάει καλειά του, πέθανε δηλ.
Οι Λάζαρης και Κοντομίχης έχουν τη γραφή καλιά (με ι). Και ο Μπαμπινιώτης έχει καλιά, επίρρημα καλειά, στην φράση πάω καλειά μου, καταστρέφομαι, πεθαίνω. Και συμφωνεί με τον Ανδριώτη, ότι προέκυψε από την ευρύτερη φράση: κά(με) τη δουλειά σου, τελείωσε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
κουφοπουλου Εφη -
και φωλια , πιθανοτατα , καταφυγιο πουλιων .