καλαμώνω
στερεώνω με σχιστά καλάμια το σπασμένο πόδι σπιτικού ζώου.
“Καλαμώνω το πόδι της κότας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλαμώνω = περιδένω ἐντὸς νάρθηκος ἐκ τμημάτων καλάμου τὸ σπασμένο πόδι οἰκοσίτου ζῴου πρὸς θεραπείαν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης