Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καλαμπαλίκια (τα)

  1. σωρός παντός είδους ευτελών πραγμάτων, ιδίως του σπιτικού εξοπλισμού.
  2. οι όρχεις του ανθρώπου, “γ…… τα καλαμπαλίκια σου” (αστεϊσμός).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καλαμπαλίκια /τὰ/ (Τ. καλαbαλήκ, γαλεbὲ-λὴκ) = ἡ ἐπιπλοσκευή, οἱ ὄρχεις τοῦ ἄρρενος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.