Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κακοτράχαλος (ο)

ο κακοφκιασμένος, ο άσκημος για τόπους = δύσβατος, απρόσιτος, πετρώδης.
ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Δ΄: “γέροντας κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκομμένος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κακοτράχαλος -η -ο (κακὸς-τράχηλος) = ἀσύμμετρος, ἄκομψος, δύσμορφος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.