κακοτράχαλος (ο)
ο κακοφκιασμένος, ο άσκημος για τόπους = δύσβατος, απρόσιτος, πετρώδης.
ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Δ΄: “γέροντας κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκομμένος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κακοτράχαλος -η -ο (κακὸς-τράχηλος) = ἀσύμμετρος, ἄκομψος, δύσμορφος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης