κακατσίδα (η)
- πολύ ελαφρό πράγμα, το αχαμνό ζώο, ιδίως για τις κότες και τα κοτόπουλα.
- παρασιτικό σε σχ. αυγού που παρασιτεί στα φύλλα ορισμένων δέντρων, ιδίως της δρυός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κακατσίδα /ἡ/ (κηκὶς) = κηκίδι, ἀπεξηραμμένον σφαιροειδὲς παρασιτικὸν φῦμα ἀγρίων δένδρων καὶ ἰδίᾳ δρυὸς ὑπεράγαν ἐλαφρόν, πρᾶγμα πολὺ ἐλαφρόν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κακατσίδα = 1. κάτι τό ἀφάνταστα ἐλαφρό,
2. παρασιτικός, σφαιροειδής, εἴδους αὐγοῦ πού σχηματίζεται σέ φύλλα ὁρισμένης δρυός.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής